Κάποτε πριν αρκετό καιρό δεν ξέρω πότε, το ποντίκι του αγρού κάλεσε το φίλο του, το ποντίκι της πόλης, στο σπίτι του για φαγητό. Το ποντίκι της πόλης αφού φόρεσε τα καλά του ξεκίνησε για το σπίτι του φίλου του.
Μόλις έφτασε, κοίταξε γύρω του και μονολόγησε:
*Τι απαίσιο μέρος είναι αυτό; Δεν υπάρχουν ούτε άμαξες ούτε καταστήματα! Μόνο χωράφια και βρόμικες , φτωχικές καλύβες!*.
Ο φίλος του δεν έδωσε σημασία και τον οδήγησε στο σπιτικό του. Όταν κάθισαν στο τραπέζι, το ποντίκι του αγρού πρόσφερε στον καλεσμένο του ό,τι καλύτερο είχε: καλαμπόκι, αρακά, κριθάρι και λίγα κομματάκια τυρί.
Το ποντίκι της πόλης όμως δεν σταματούσε να γκρινιάζει:
*Τι βρόμικο σπίτι είναι αυτό; Έτσι είναι όλα τα σπίτια του αγρού;*
*Πάρε ότι θέλεις*, είπε ευγενικά το ποντίκι του αγρού δίχως να δίνει σημασία στα παράπονα του φίλου του. *Ξέρω, βέβαια, πως το γεύμα μου δεν είναι και τίποτα σπουδαίο...*
*Και βέβαια δεν είναι*, απάντησε το ποντίκι της πόλης.
Έκοψε μια γερή δαγκωνιά από καλαμπόκι και είπε:
*Πως μπορείς να ζεις τόσο φτωχικά; Έλα στο σπίτι μου στην πόλη και θα απολαύσεις ένα εξαίσιο γεύμα!*.
Το επόμενο κιόλας πρωινό, το ποντίκι της πόλης πήρε το δρόμο της επιστροφής.
*Δεν έπρεπε να τον καλέσω! Η ζωή μου είναι τόσο φτωχική εδώ στην εξοχή* μονολόγησε λυπημένα το ποντικάκι του αγρού.
Έπειτα από μερικές μέρες, ξεκίνησε για να επισκεφτεί τον φίλο του.
Μόλις όμως πάτησε το πόδι του στην πόλη, ανακάλυψε με τρόμο πως οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κινδύνους. Μια τεράστια άμαξα όρμηξε καταπάνω του με ανατριχιαστικό θόρυβο. Το ποντικάκι του αγρού έτρεξε τρομοκρατημένο να γλιτώσει. Ξαφνικά νάσου και εμφανίζεται μπροστά του ένα τεράστιο ανθρώπινο πόδι έτοιμο να το λιώσει με την τεράστια σόλα του!
Το φοβισμένο ποντικάκι έβαλε τις φωνές και με ένα σάλτο χώθηκε σ' ένα υπόνομο για να σωθεί. Έπειτα από πολλές ώρες περιπλάνησης στους επικίνδυνους δρόμους της πόλης, έφτασε στο σπίτι του φίλου του. Είχε πια βραδιάσει.
*Καλωσόρισες!* του είπε το ποντίκι της πόλης. *Πέρασε! Ήρθες πάνω στην ώρα για το δείπνο!*
Το ποντίκι της πόλης οδήγησε τον πεινασμένο και κουρασμένο καλεσμένο του σε μια υπέροχη κατάφωτη τραπεζαρία.
Το ποντίκι της πόλης σκαρφάλωσε ψηλά στο στρωμένο τραπέζι.
Το ποντίκι του αγρού είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε τόσα πολλά και λαχταριστά φαγητά!
*Πο πο! Τι υπέροχο τραπέζι* αναφώνησε το πεινασμένο ποντικάκι.
Όταν όμως άπλωσε το χέρι του για να αρπάξει μια ζουμερή φράουλα, ακούστηκε ένας τρομακτικός ήχος. Ήταν η αγριεμένη καμαριέρα που έτρεχε προς το μέρος τους, κουνώντας απειλητικά την τεράστια σκούπα της και φωνάζοντας: *Θα σας πιάσω, βρομερά ποντίκια, που κλέβετε το φαγητό μας!*
Τα ποντίκια τρομαγμένα, πήδηξαν από το τραπέζι κι άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν!
Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή χώθηκαν σε μια μικρή τρύπα στον τοίχο και γλίτωσαν από την τρομακτική σκούπα.
*Πο πο! Τι τρομάρα ήταν αυτή που πήραμε! Μη στεναχωριέσαι όμως, φίλε μου, ξέρω ένα άλλο σπίτι όπου θα βρούμε ακόμη καλύτερο φαγητό!* είπε το ποντίκι της πόλης
*Α, όχι ευχαριστώ! Να μου λείπει. Δε θέλω άλλα καρδιοχτύπια! Δεν ξανακλέβω το φαγητό των άλλων, όσο νόστιμο κι αν είναι! Στον αγρό βρίσκω όσο φαγητό θέλω! Μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακά αλλά τουλάχιστον είμαι ασφαλής κι ευτυχισμένος*, απάντησε το ποντίκι του αγρού. Και ξεκίνησε αμέσως για το φτωχικό αλλά ήρεμo σπιτάκι του.....(Αίσωπος, βιβλίο Μύθοι Αισώπου από Modern Times)
Ηθικό Δίδαγμα:
Λίγα φάε, λίγα πιες και εύκολα κοιμήσου....(Κρητική Ρήση)
Εξάντας Ελλήνων......Περί ζήλιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου