Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Το πάθημα της χελώνας




Mια χελώνα ξεκίνησε για μια βόλτα στον κήπο του λαγού. Είδε νόστιμο τριφύλι και το έφαγε, είδε νόστιμα καρότα και τα έφαγε, είδε νόστιμα κεράσια και τα έφαγε. Είχε φάει τόσο πολύ που δεν μπορούσε άλλο να περπατήσει και έτσι κτύπησε την πόρτα του λαγού για να τον βοηθήσει να χωνέψει.
Ο λαγός κοιμόταν και ξύπνησε τρομαγμένος από το χτύπημα της πόρτας.
Ποιός είναι, ρώτησε;
Είμαι ο γείτονάς σου η χελώνα και σε παρακαλώ να μου δώσεις μια συμβουλή για να χωνέψω γρήγορα, αυτή απάντησε.
Ο λαγός άνοιξε την πόρτα και έβαλε την χελώνα στο σαλόνι του μπροστά από το αναμμένο τζάκι. Καλέ μου λαγέ τι όμορφο που είναι το σπιτάκι σου, είπε η χελώνα νυσταγμένα.
Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια απάντησε ο λαγός και άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο με βότανα.
Αφού το μελέτησε κάμποση ώρα του είπε : *Θα πιείς χαμομήλι με μέλι* και μετά θα αλείψεις την κοιλιά σου με τσικνίδα. Η χελώνα ακολούθησε τις συμβουλές του λαγού και αμέσως έγινε καλά.
Από την χαρά της έπιασε την κιθάρα και τραγούδησε τόσα κομμάτια που νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε συναυλία.
Η χελώνα μετά το πάθημά της έμαθε ότι δεν πρέπει να τρώει τόσα πολλά πράγματα από τον κήπο του λαγού.......γιατί η κοιλίτσα θα πονέσει

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Ο Kαλός Κυβερνήτης


Ένας καπετάνιος φόρτωσε με δαμάλια (αγελάδες) το καράβι του και ξεκίνησε το ταξίδι του. Φόρτωσε με σανό τις αποθήκες όπως ήταν φυσικό και αφού υπολόγισε τις μέρες ταξιδιού ξεκίνησε με χαρά.

Έπεσε όμως πάνω σε τρικυμία και έχασε τον προσανατολισμό του. Ταξίδευε ταξίδευε μέρες πολλές και το σανό λιγόστευε χωρίς να μπορεί να πει με σιγουριά πότε θα φτάσει. Κάθε μέρα μια συγκεκριμένη ώρα κτυπούσε ένας ναύτης το σήμαντρο που ήταν πάνω από τα ζώα για να τους πει ότι ηταν ώρα για να φάνε. Τα τάϊζε και αυτά ηρεμούσαν και κοιμόντουσαν.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι τα δαμάλια έπρεπε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού να παραμένουν ήρεμα γιατί η οποιαδήποτε ταραχή τους θα μπορούσε να βυθίσει το καράβι.

Τώρα τα δαμάλια πεινούσαν διότι είχαν κουραστεί από το μεγάλο ταξίδι και ήταν περισσότερο νευρικά. Το φαγητό ήταν ελάχιστο. Τι έκανε ο ευφυής καπετάνιος:

Μόλις ξεκινούσαν να διαμαρτύρονται έβαζε ένα ναύτη να κτυπά το σήμαντρο και αυτά νομίζοντας ότι θα έρθει φαγητό ηρεμούσαν. Με αυτόν το τρόπο ταξίδεψε αρκετές μέρες με ηρεμία το καράβι εως ότου έφθασε στο λιμάνι.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

ΤΟ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΝΣΕΡΒΟΚΟΥΤΙ

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα σαλιγκαράκι μικρό , που δεν του άρεσε το σπίτι όπου ζούσε .

Μια μέρα έφυγε κρυφά απ΄ το παλιό του σπίτι , για να μην το δουν οι γονείς του .

Έψαξε ξαναέψαξε αλλά τίποτα . Μετά από πολύ ώρα στο βάθος του δάσους είδε ένα άδειο

κονσερβοκούτι .

Ξαφνικά έπιασε μια δυνατή μπόρα και το σαλιγκαράκι ένιωσε μόνο και απροστάτευτο μέσα στο

κρύο και στο σκοτάδι . Όταν έφτασε στο κονσερβοκούτι το σαλιγκαράκι βρήκε ένα φύλλο υγρό .

Κρύωνε πολύ και έτσι αποφάσισε να μείνει εκεί . Η μπόρα δυνάμωσε και ένα ποταμάκι παρέσυρε το

κονσερβοκούτι . Το μικρό σαλιγκαράκι φοβήθηκε πολύ γιατί δεν είχε συντροφιά .

Οι γονείς του έκλαιγαν και συμπονούσαν για το χαμένο γιο τους .

Η μπόρα σταμάτησε , ο μικρός βαρέθηκε να είναι μόνος και είπε να γυρίσει ξανά στην οικογένεια

στους γονείς και τους φίλους του .

Όταν γύρισε βρέθηκε στην ζεστή αγκαλιά της μαμάς του .

Και ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα......(ιστοριούλα της κόρης μου 14/3/07) .

ΜΙΑ ΦΟΥΣΚΑ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤHΣ

Είμαι μια φούσκα γεμάτη αέρα . Γεννήθηκα για ένα κοριτσάκι που με ήθελε παρέα . Ένα μεσημέρι

ξεκίνησα για ένα άγνωστο ταξίδι .

Από την κουζίνα πήγα στο σαλόνι και από εκεί στο δωμάτιο της φίλης μου .

Κουράστηκα όμως και αποφάσισα να ξεκουραστώ .

Άρχισα λοιπόν να κατεβαίνω αργά αργά μέχρι που έπεσα να κοιμηθώ στο πάτωμα .

Εκεί τελείωσα την εξερεύνηση μου χαρούμενη όμως που είχα ανακαλύψει τόσα μέρη.....

. (Δείκτης 13/3/07) .

ΤΟ ΜΕΡΜΗΓΚΙ ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μερμήγκι με ταλέντο . Του άρεσε να παίζει βιολί .

Οι φίλοι του τα μερμήγκια τον άκουγαν μαγεμένα και σταματούσαν την δουλειά .

Το μερμήγκι επιστάτης όμως δυσανασχέτησε με το μερμήγκι βιολιστής .

Έτσι αποφάσισε να το διώξει από την φωλιά για να μην ξεμυαλίζει τα άλλα μερμήγκια .

Το μερμήγκι βιολιστής πήγε να σκάσει από την στεναχώρια του που το διώξανε από τους φίλους

του αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά έφυγε .

Στον δρόμο όπως πήγαινε στο δάσος , συνάντησε έναν τζίτζικα Σοπράνο . Είχε μάθει από τους

γηραιότερους της φωλιάς ότι ο τζίτζικας ήταν ένας κακός τεμπέλης και αν κάποτε συναντούσε

κανέναν δεν έπρεπε να τον κάνει παρέα . Ο τζίτζικας και ο μέρμηγκας γίνανε φίλοι και οι

καλύτεροι καλλιτέχνες του δάσους .

Όλα τα ζωάκια τους θαύμαζαν . Οι συναυλίες τους μάζευαν όλον τον κόσμο του δάσους , καλούς

και κακούς .

Ήρθε ο χειμώνας και μια μέρα οι δύο καλλιτέχνες έπεσαν να κοιμηθούν αλλά δεν σηκώθηκαν

λόγω του κρύου και της πείνας .

Όλοι λυπήθηκαν για αυτό ακόμα και αυτοί που διώξανε το μερμήγκι βιολιστής από την φωλιά .

Γιατί ;

Διότι χάθηκε ένα ξεχωριστό μερμήγκι , ένα σπάνιο μερμήγκι βιολιστής .

Όλοι είπανε πως φύγανε ευτυχισμένοι . Ποιος ξέρει ;

Και τι σημασία άλλωστε θα μπορούσε να έχει....

Τι να κάνουμε όμως η ζωή συνεχίζεται ακόμα και μετά το μακρινό ταξίδι των δύο αυτών

αξιόλογων καλλιτεχνών που θα τους θυμούνται για πάντα ως το καλύτερο μουσικό ζευγάρι.....(Δείκτης 16/3/07) .

Η ΤΥΧΕΡΗ ΠΑΤΑΤΑ

Γεια σας .

Με λένε Μπέλλα , είμαι πατάτα και έχω μεγάλη μύτη . Είμαι πολύ τυχερή γιατί γεννήθηκα στην

Θήβα σε ένα ζεστό χωράφι από μαμά και μπαμπά που με αγαπούσαν πολύ .

Με μεγάλωσαν με τρυφερότητα και Αγάπη . Ο γεωργός μας φρόντιζε και ακούραστα μας πότιζε

και μας ταΐζε συνεχώς . Κάποια μέρα μεγαλώσαμε και έπρεπε να φύγουμε από το χωράφι .

Έτσι μια μέρα ο αδελφός μου και εγώ ανεβήκαμε σε ένα μεγάλο καμιόνι και πήγαμε στην Αθήνα

σε ένα μεγάλο Super Market για να πουληθούμε .

Μας αγόρασε μια καλή κυρία με δύο παιδάκια όπου μας φύλαξε σε μια στεγνή και σκοτεινή

αποθήκη για να μην χαλάσουμε .

Όταν ήρθε η ώρα πήραν τον αδελφό μου και εμένα για να μας κάνουν τηγανητές πατάτες . Ένα

παιδάκι πρόσεξε την χοντρή μου μύτη και ζήτησε από την μαμά του να με ζωγραφίσει για να με

δείξει στο σχολείο του .

Από τότε είμαι ευτυχισμένη γιατί με θαυμάζουν όλα τα παιδιά..... . (Δείκτης 12/3/07) .

ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ ΚΑΙ Η ΑΓΡΙΟΧΗΝΑ .

Μια φορά και έναν καιρό ένα αεροπλάνο συνάντησε μια αγριόχηνα που ήταν πολύ στεναχωρημένη

.

*Τι έχεις καλή μου χήνα και είσαι λυπημένη* τη ρώτησε το αεροπλάνο .

*Να , ξέρεις . Δεν ξέρω τι να κάνω και που να πάω . Παλιότερα πιάνανε τα κρύα και μετανάστευα

σε θερμότερα κλίματα . Τώρα όμως παντού κάνει ζέστη και δεν ξέρω αν θα πρέπει να αφήσω το

σπίτι μου ή να μείνω* .

*Σε καταλαβαίνω καλή μου αγριόχηνα , το ίδιο περίπου πρόβλημα και εγώ αντιμετωπίζω .

Παλαιά ταξίδευα από ανατολή σε δύση και από Βορρά σε νότο δίχως σκοτούρες ότι θα συναντήσω

τον κακό τυφώνα . Τώρα όμως τον συναντώ πολύ συχνά , μου λέει ότι του ανήκει ο ουρανός και

να του ζητώ την άδεια κάθε φορά που θέλω να πετάξω . Με ευχαριστεί επίσης που τον βοήθησα

να γίνει άρχοντας του ουρανού . Αλλά αυτό είναι ψέμα καλή μου αγριόχηνα , εγώ ποτέ δεν τον

βοήθησα . Οι άνθρωποι το κάνανε αυτό .

Έτσι λοιπόν δεν ξέρω και εγώ αν πρέπει ή όχι να ταξιδεύω γιατί φοβάμαι πολύ τον τυφώνα* .

Καλό μου αεροπλάνο . Πόσο σε λυπάμαι είπε η αγριόχηνα εγώ τουλάχιστον το χειρότερο να

σταματήσω τις μεταναστεύσεις , εσύ όμως θα σταματήσεις να πετάς ;* . (Δείκτης 3/12/07) .

Kισμέτ

Ιστορία από Την Κρητική Παράδοση σχετική με το πεπρωμένο .

Η Τρίμορφη Μοίρα

Κάποτε ένας κουρελής χτύπησε την πόρτα σε ένα ζευγάρι και ζήτησε ένα κρεβάτι για να περάσει

το βράδυ του . Το ζευγάρι ενώ είχε χώρο στο σπίτι είπε στον ξένο ότι δεν είχε και έτσι τον κοίμισε

στον αχυρώνα μαζί με τα ζώα .

Εκείνο το βράδυ η γυναίκα γέννησε ένα πανέμορφο αγοράκι .

Στον ύπνο του ο κουρελής είδε ένα όραμα . Είδε την Μοίρα του παιδιού που μόλις είχε γεννηθεί .

Την άκουσε που του έλεγε . *Σήμερα γεννήθηκε ένα αγόρι . Την ημέρα που θα κλείνει τα είκοσί

του χρόνια θα πέσει στην στέρνα (μικρή δεξαμενή με νερό) του σπιτιού και θα πνιγεί* .

Ο ξένος δεν είπε τίποτα στην ευτυχισμένη οικογένεια . Το πρωί ενώ τους ευχαρίστησε για την

φιλοξενία , παρακάλεσε το ζευγάρι να βαφτίσει το νεογέννητο παιδί τους . *Αφήστε με σας

παρακαλώ να βαφτίσω το παιδί σας* , είπε .

Η οικογένεια δέχτηκε την κουμπαριά και έτσι ο κουρελής το βάφτισε .

Ο ξένος έφυγε και γύρισε όταν το παιδί έκλεινε τα είκοσί του χρόνια .

*Τι κάνει ο βαφτισιμιός μου ; * , ρώτησε .

*Είναι λεβέντης καμαρωτός* , απάντησε με υπερηφάνεια ο πατέρας .

Τότε λέει ο νονός . *Σήμερα θέλω να γεμίσετε όλες τις κανάτες , τα ποτήρια και τους κουβάδες

του σπιτιού με νερό και να κλειδώσετε την στέρνα . Τα δε κλειδιά να μου τα δώσετε και αύριο το

μεσημέρι θα σας τα επιστρέψω .

Η οικογένεια παραξενεύτηκε με αυτά που ζητούσε ο άνθρωπος που βάφτισε το μοναχοπαίδι τους

αλλά επειδή ήταν το έθιμο τέτοιο , υπάκουσαν .

Την ημέρα εκείνη το παλικάρι γυρνούσε γύρω από την στέρνα και ζητούσε τα κλειδιά για να πιει

φρέσκο νερό .

Ο νονός του δεν του τα έδωσε .

Γύριζε γύριζε , ώσπου ξαφνικά , ξεψύχησε πάνω στην στέρνα .

Τελικά αποδείχτηκε ότι κανείς δεν μπορεί να αλλάξει το πεπρωμένο ακόμα και όταν το

γνωρίζει......(Δείκτης 19/6/07) .