Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Ο αυστηρός δάσκαλος....





Μία βόλτα στην παλιά μου γειτονιά, την Καισαριανή, ήταν η αφορμή να θυμηθώ ξανά τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Περνώντας μπροστά από το σχολείο μου ,αναπόλησα τις ημέρες εκείνες που ήμουν μαθητής και απόρησα για την ταχύτητα με την οποία περνάνε τα χρόνια. Η Καισαριανή ήταν η περιοχή που μεγάλωσα και δε βγήκε ποτέ από μέσα μου ακόμα και αν η ζωή με πήγε και με έφερε σε άλλα μέρη.
Το σχολείο μου, ξύπνησε μέσα μου αναμνήσεις από την εποχή που ήμουν μαθητής. Θυμήθηκα τα γέλια με τους συμμαθητές μου, τις κοπάνες, τη φασαρία μέσα στην τάξη. Και άξαφνα, το μυαλό μου σταμάτησε σε μία ανάμνηση που ακόμα και σήμερα , δεν κατάφερε να βγει από μέσα μου.
Τότε , θυμάμαι, ήμουν μαθητής πρώτης Γυμνασίου, μικρό παιδί. Ήμουν βέβαια ζωηρός αλλά αναγνώριζα τα λάθη μου ,δίχως να αφήνω τον εγωισμό της εφηβείας να με παρασέρνει. Είχα καλές σχέσεις με τους συμμαθητές μου. Εκτός από έναν…
Θυμάμαι τον Αντώνη, έναν συμμαθητή μου με τον οποίο οι σχέσεις μας πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Υπήρχε πάντοτε ανάμεσά μας ένας διάχυτος ανταγωνισμός, μαλώναμε και δε συμπαθούσε ο ένας τον άλλο. Φυσικά, δεν περίμενα ποτέ ότι η αντιπάθειά του για εμένα θα έφτανε σε τέτοιο σημείο ώστε να με ‘’καρφώσει’’…
Ο δάσκαλός μας ήταν πολύ αυστηρός και δε μας επέτρεπε να έχουμε μέσα στην τάξη ποτά, τρόφιμα ή οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι τότε είχα κάποια μικρά αυτοκινητάκια που ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι και δεν τα αποχωριζόμουν με τίποτα. Ο Αντώνης είχε ζητήσει να του τα δανείσω, αλλά είχα αρνηθεί. Μάλλον , ο θυμός του τον όπλισε να με εκδικηθεί. Δε δίστασε να πάει στο δάσκαλο και να του αναφέρει ότι έχω αυτοκινητάκια με τα οποία παίζω ακόμα και την ώρα του μαθήματος. Εκείνος έγινε έξαλλος και με τιμώρησε.
Την επόμενη ημέρα, μετά το τέλος του μαθήματος, με φωνάζει για να σηκωθώ και να έρθω στην έδρα. Το ύφος του απέναντί  μου ήταν αυστηρό και ομολογώ πως είχε κυριεύσει την ψυχή μου ένας φόβος.
-Πες μου την αλήθεια, έχεις μαζί σου κάποιο παιχνίδι;
-Ε , εγώ. Εγώ δεν … φοβόμουν , δεν ήξερα τι έπρεπε να απαντήσω.
-Λοιπόν, επειδή γνωρίζω την αλήθεια, φέρε μου τώρα αμέσως τα παιχνίδια που έχεις στην τσάντα σου.
Δε μπορούσα να αρνηθώ, πήρα τα αυτοκινητάκια και του τα έδωσα. Με μία βέργα, αποτυπώθηκε στα χέρια μου η τιμωρία από το δάσκαλο με μερικές ξυλιές που με κοκκίνισαν. Τότε, βλέπετε, οι μαθητές έτρωγαν και ξύλο και σφαλιάρες.
Κοίταξα διακριτικά και είδα τον Αντώνη να χαμογελά ελαφρά, θέλοντας να μου δείξει την ηθική του ικανοποίηση επειδή του είχα αρνηθεί να του δώσω τα παιχνίδια μου. Ήθελα να δακρύσω, αλλά κρατήθηκα με όση δύναμη είχε η ψυχή μου ώστε να μη δώσω ακόμα μεγαλύτερη χαρά σε εκείνον. Συγκράτησα την οργή και τη θλίψη μου για να ξεσπάσω στο μαξιλάρι μου όταν επέστρεψα στο σπίτι. Οι γονείς μου με συμβούλευσαν να μην πάω στο σχολείο για κάποιες ημέρες και να μην παρακούσω ξανά καμία παραίνεση από το δάσκαλο.
Η βόλτα μου στην παλιά μου περιοχή ,μου θύμισε αυτή την ανάμνηση. Την τιμωρία από τον αυστηρό δάσκαλό μου και την εκδίκηση από το συμμαθητή μου..
Τι μπορεί να σου θυμίσει, τελικά , μία βόλτα…

 Χριστουγενιάτικη Ιστορία της νεαρής Μαρίας Σκαμπαρδώνης, συγγραφέας-δημοσιογράφος.

H ιστορία μιας μικρής γάτας....




Σε μία γειτονιά με ανθρώπους , σχολεία, καφετέριες, μουσεία, εκεί ζούσε και ένα μικρό γατάκι. Το χρώμα του ήταν μαύρο, τα ματάκια του ανοιχτά μπλε. Η μαμά του είχε χαθεί – ίσως και να την πάτησε κάποιο αυτοκίνητο. Ποιος ξέρει; Πρόλαβε όμως να τη ζήσει λίγες εβδομάδες. Όταν γεννήθηκε, κρύφτηκε μέσα στην αγκαλιά της μαμάς του και από το στήθος της , ρούφηξε τις πρώτες εκείνες σταγόνες από γάλα.Από τα μισόκλειστα ματάκια του έβλεπε θολά έναν κόσμο περίεργο , άκουγε φασαρία, φωνές , γέλια κουνώντας τα μικροσκοπικά του αυτάκια .

Η μαμά του το κουβάλαγε με το στόμα της μέσα σε έναν κήπο και το έκρυβε εκεί για να μην δει κανείς και κινδυνεύσει.  Και εκείνο στηριζόταν στα αδύναμα ποδαράκια του και μάθαινε να περπατάει σιγά σιγά.
Και τώρα, έμεινε μόνη της. Είχε μεγαλώσει, ήταν πια μία μεγάλη γάτα που έτρεχε , σκαρφάλωνε, έπαιζε με ποντίκια και έψαχνε σε κάδους να βρει τροφή. Είχε μάθει πια να είναι προσεκτική στους δρόμους, μία μέρα ένα αυτοκίνητο κόντεψε να το σκοτώσει. Είχε ανακαλύψει κρυψώνες για να κρύβεται εκεί όταν έπιανε δυνατή βροχή. Πολλές φορές ερχόταν αντιμέτωπη με την κακία των ανθρώπων και τη σκληρότητά τους. Ένας μία φορά την κλώτσησε με δύναμη επειδή τον πλησίασε και νιαούρισε. Ευτυχώς, δε χτύπησε σοβαρά. Άλλες πάλι ερχόταν αντιμέτωπη με τα χάδια και τις αγκαλιές. Περνούσε πολλές φορές μπροστά από σχολεία και τα μικρά παιδάκια όταν την έβλεπαν φώναζαν από χαρά και έτρεχαν να της τραβήξουν την ουρά. Και εκείνη νιαούριζε με θυμό επειδή ένοιωθε να την πονάνε και ήθελε να τρέξει μακριά.
Το ταξίδι της μέσα στη ζωή είχε πολλές δυσκολίες , άγχη, τρέξιμο. Η αναζήτησή της για φαγητό ήταν πια μία ρουτίνα της καθημερινότητας. Πολλές φορές στεκόταν έξω από κανένα παράθυρο και νιαούριζε- μάλλον ήλπιζε σε κανένα ψαροκόκαλο ή κομμάτι κρέας. Πολλές φορές πετύχαινε ευαίσθητους ανθρώπους που της πρόσφεραν λίγο από το υστέρημά τους, άλλες πάλι την περίμενε ακόμα και ένας κουβάς με κρύο νερό. Είχε αποτυπωθεί στο κορμάκι της μικρής αυτής γάτας και η σκληρότητα εκείνη των ανθρώπων που τη χτύπησαν ή την πάγωσαν. Και έτσι, ξεκίνησε να μαθαίνει τη ζωή μέσα από τα όμορφα και τα άσχημα που της συνέβαιναν. Μία μέρα, νιαούριζε δυνατά κάτω από ένα παράθυρο. Θυμόταν ότι εκεί έμενε μία καλή κυρία που της είχε δώσει φαγητό και κάποιες άλλες φορές. Την είδα να βγαίνει και να τινάζει κάτι ρούχα και της φώναξε. Εκείνη της πέταξε ένα κομμάτι κρέας. Και τη στιγμή που τρέχει να το περιποιηθεί με τα δόντια της… ξαφνικά, γύρω από αυτή μαζεύτηκαν ένα τσούρμο από γάτες άγριες και πεινασμένες. Εκείνη σε μία στιγμή αφού γούρλωσε τα μάτια της και μάζεψε το σώμα της, τινάχτηκε με δύναμη , κρατώντας το κομμάτι κρέας στα δόντια της. Ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει καμία άλλη γάτα να της αρπάξει την τροφή της. Και τρέχοντας με δύναμη, κρύφτηκε μέσα σε κάτι δέντρα, αφήνοντας τις υπόλοιπες να νιαουρίζουν και να την κυνηγάνε. Εκείνη αφού κοίταξε πίσω της , πήρε μία βαθιά ανάσα γιατί διαπίστωσε ότι τους είχε ξεφύγει. Και έτσι, αποσύρθηκε σε μία γωνιά και βυθίστηκε στην απόλαυση εκείνου του κομματιού κρέατος που περιποιήθηκαν με δύναμη τα κοφτερά της δόντια. Εκείνη την ημέρα, η ζωή της είχε διδάξει ένα σημαντικό μάθημα: να μην παραιτείται από αυτά που θέλει. 


Εκείνο το βράδυ είχε κοιμηθεί στον κήπο μίας πολυκατοικίας. Ξύπνησε εκείνο το πρωί και αφού τεντώθηκε, κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία ακόμα δύσκολη ημέρα. Ο καιρός φαινόταν άσχημος ήδη από το ξημέρωμα, ο ουρανός φαινόταν έτοιμος να τρέξει. Η γατούλα βγήκε να σεργιανίσει ακόμα μία ημέρα μέσα στο μυστήριο της πόλης. Ξαφνικά, μέσα στο ταξίδι του στην πόλη, βρέθηκε σε μία γειτονιά που φαινόταν να έχει έντονη κοινωνική ζωή. Αυτοκίνητα στους δρόμους, παιδάκια να τρέχουν, ζευγάρια στα παγκάκια, φωτισμός έντονος. Ξαφνικά, έφτασε ως τη μύτη του η έντονη οσμή μίας μακαρονάδας. Προσπαθώντας να ακολουθήσει τη μύτη και το ένστικτό της, βρέθηκε μπροστά από ένα πολυτελές εστιατόριο. Κόσμος μπαινόβγαινε βιαστικά και γρήγορα, οι σερβιτόροι έτρεχαν σαν τρελοί  πηγαινοφέρνοντας παραγγελίες.
Βρέθηκε μπροστά σε έναν τεράστιο χώρο , γεμάτο τραπέζια με πιάτα από φαγητά και ανθρώπους που έτρωγαν. Φωνές, καπνοί, φασαρίες. Εκείνο προχώρησε θαρραλέα μέσα στο χώρο ελπίζοντας πως κάποιος θα του ρίξει ένα κομμάτι φαγητό. Για καλή της τύχη πρόλαβε να αρπάξει ένα κομματάκι κρέας πριν ο υπεύθυνος την δει και τη διώξει με θυμό από το ρεστοράν. Εκείνη το άρπαξε και το κράτησε στο δόντια  της προσπαθώντας να βρει ένα ήρεμο και απομονωμένο μέρος για να το απολαύσει με την ησυχία της. Δεν προλαβαίνει να ακονίσει τα δόντια για να απολαύσει το φαγητό του και ξάφνου! γύρω της εμφανίζονται τέσσερις μεγάλοι γάτοι οι οποίοι την περικυκλώνουν, ένας μάλιστα προσπαθεί να της αρπάξει το φαγητό. Δεν προλαβαίνουν να την αρπάξουν , αφού εκείνη εξαφανίζεται μεμιάς από τα μάτια τους , βγάζοντας από μέσα της όσο περισσότερη αδρεναλίνη μπορούσε. Βρίσκει ξανά ένα μοναχικό μέρος και έναν κήπο για να μπορέσει να χαρεί έναν ήρεμο ύπνο.  Δυστυχώς, οι ατυχίες δεν είχαν τελειωμό και ο ουρανός σκοτείνιασε διότι ερχόταν βροχή. Και πάλι, το γατάκι έπρεπε να βρει ένα ζεστό και μαλακό μέρος. Καταφέρνει να βρει ένα υπόστρωμα σε μία πολυκατοικία και αποκοιμιέται. Το επόμενο πρωί ανοίγει τα μάτια της και βρίσκεται μέσα σε μία ζεστή αγκαλιά , ένας παιδί το είχε αγκαλιάσει με αγάπη και τρυφερότητα. Δίπλα στη πόρτα ης πολυκατοικίας υπήρχε και ένα πιάτο με φαγητό. Αρκετό φαγητό. Έτρεξε με χαρά και άρχισε να τρώει με ενθουσιασμό.
Είχε μάθει να το αγαπούν. 

Είχε μάθει πως και μετά από μία κακοκαιρία, μπορεί να βγει ο ήλιος ξανά. 

 Ιστορία της νεαρής Μαρίας Σκαμπαρδώνης, συγγραφέας-δημοσιογράφος.

Νά χα και γω παπούτσια


 
Ένα παιδί έμενε κάποτε σε μία πόλη, φτωχό πολύ. Περίμενε να καθαρίσει τα παπούτσια των περαστικών στο δρόμο για να του δώσουν κάτι από το υστέρημά τους. Άλλοτε έπεφτε σε ευγενικούς ανθρώπους, άλλοτε σε απρόσιτους και σκληρούς. Κάποιες φορές κατάφερνε να μαζεύει λίγα χρήματα ,άλλες πάλι δεν είχε ούτε για να περάσει μία ημέρα. Και πόσο κρύες οι ημέρες εκείνες, χειμώνας ήταν! Το μοναδικό του παράπονο ήταν που δεν μπορούσε να αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια, τα πόδια του είχαν τρυπήσει από το κρύο. Και είχε δει στη βιτρίνα ενός μαγαζιού ένα όμορφο ζευγάρι – πόσο τα ήθελε!
Ερχόντουσαν Χριστούγεννα και το φτωχό παιδί αποφάσισε να γράψει ένα γράμμα στον Άγιο Βασίλη, ζητώντας του να του φέρει εκείνο το ζευγάρι με τα παπούτσια. Το είχε μέσα στη φόδρα του παντελονιού του και σκόπευε, όταν βρει χρόνο από τη δουλειά , να κατευθυνθεί στο ταχυδρομείο για να το αποστείλει. Κάθισε στο δρόμο και όταν ερχόταν κάποιος που ήθελε του καθάριζε τα παπούτσια. Σε μία στιγμή, ξέκλεψε λίγο χρόνο και έτρεξε με όλη του τη δύναμη στο ταχυδρομείο – μη καθυστερήσει και χάσει το μεροκάματο.
Καθώς έτρεχε, άκουσε μία φωνή να τον καλεί. Σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Ήταν ο γαλατάς της γειτονιάς.
-Πού πηγαίνεις μικρέ τόσο βιαστικός; τον ρώτησε.
-Τρέχω στο ταχυδρομείο να παραδώσω αυτό το γράμμα και πρέπει να κάνω γρήγορα για να επιστρέψω στη δουλειά.
-Αν θέλεις, δώσε το σε μένα να το πάω εγώ στο ταχυδρομείο, του πρότεινε ο γαλατάς.
Εκείνο δέχτηκε με χαρά και αφού τον ευχαρίστησε επέστρεψε στο πόστο του.
Μετά από δύο ημέρες, καθώς πήγαινε στο μέρος όπου καθόταν , πρόσεξε μακριά κάποιος να έχει αφήσει ένα πακέτο. Έτρεξε με λαχτάρα και διάβασε ένα σημείωμα που έλεγε: από τον Άγιο Βασίλη με αγάπη’’. Τα άνοιξε και τι να δει! Το ζευγάρι με τα παπούτσια που λαχταρούσε εδώ και καιρό!
Τρελάθηκε από χαρά και άρχισε καταμεσής του δρόμου να φωνάζει: Άγιε μου Βασίλη σε ευχαριστώ!
Και όσοι το έβλεπαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί φωνάζει τόσο χαρούμενα και δυνατά…

 Χριστουγενιάτικη ιστορία της νεαρής Μαρίας Σκαμπαρδώνης, συγγραφέας-δημοσιογράφος.